ἐπί

ἐπί
ἐπί: upon, on.—I. adv., thereon, on top, thereby, besides; esp. ἔπι = ἔπεστι or ἔπεισι, οὔ τοι ἔπι δϝέος, ‘thou hast nought to fear,’ Il. 1.515, Od. 8.563. Here belong all examples of ‘tmesis,’ ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τῦρόν, grated ‘on,’ Il. 11.639, 640; the appropriate case of a subst. may specify the relation of the adv., ἐπὶ κνέφας ἤλυθε γαῖαν, darkness came ‘on’—over the earth, Il. 24.351 .—κρἔ ἔδων καὶ ἐπ' ἄκρητον γάλα πίνων, ‘on top’ of the meat, ‘besides,’ Od. 9.297 ; πρὸ μέν τ' ἄλλ, αὐτὰρ ἐπ ἄλλα, some before, some ‘after,’ Il. 13.799 ; ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο, ‘withal,’ Od. 5.443.—II. prep., (1) w. gen., local, of position, on, at, or direction, towards, for; and sometimes temporal; freq. ἐφ' ἵππων, ἐπὶ νηῶν; ἐπ ἀγροῦ, ‘in the country,’ ‘at the farm,’ Od. 1.190 ; ἐπ' ὄγμου, ‘at the swath,’ Il. 18.557 ; σῖγῇ ἐφ' ὗμείων, ‘by yourselves,’ Il. 7.195 ; ἐπὶ παιδὸς ἕπεσθαι, ‘along with,’ Od. 1.278; direction, νήσου ἔπι Ψυρίης, make ‘for’ the island, Od. 3.171, Il. 5.700; time, ἐπ' εἰρήνης, ἐπὶ προτέρων ἀνθρώπων, ‘in the time of,’ Il. 2.797, Il. 5.637.—(2) w. dat., of place, time, purpose, condition; νέμεσθαι ἐπὶ κρήνῃ, ‘at’ the spring, Od. 13.408 ; νῆα ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν | ὑψοῦ ἐπὶ ψαμαθοῖς, high ‘upon the sand,’ Il. 1.486 ; ἐπὶ Πατρόκλῳ τέτατο ὑσμίνη, ‘over Patroclus,’ Il. 17.543; so of charge or mastery, ποιμαίνειν ἐπ' ὄεσσι, Il. 6.25; υἱὸν ἐπὶ κτεάτεσσι λιπέσθαι, ‘in charge of,’ ‘as master of,’ Il. 5.154 ; ἐπὶ ἴστορι πεῖρας ἑλέσθαι, ‘by,’ i. e. before a judge, Il. 18.501; freq. of hostile direction, ἧκε δ' ἐπ Ἀργείοισι βέλος, ‘at the Greeks,’ Il. 1.382; addition, ὄγχνη ἐπ' ὄγχνῃ, ‘pear upon pear,’ Od. 7.120, 216; of time, ἐπὶ νυκτί, ‘in the night,’ Il. 8.529 ; ἐπ' ἤματι, ‘a day long,’ Il. 19.229; ‘day by day,’ Od. 12.105 ; ἐπ' ἤματι τῷδε, ‘on this day,’ Il. 13.234; cause or purpose, γαστέρας ἐπὶ δόρπῳ κατθέμεθα, ‘for supper,’ Od. 18.44 ; ἐπ' ἀρωγῇ, Il. 23.574; ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ, ‘at a just remark,’ Od. 18.414; condition or price, μισθῷ ἔπι ῥητῷ, Il. 21.445, Κ 3, Il. 9.602.—(3) w. acc., local, direction to or at (hostile), or extension, over; of purpose, for; and of time in extension, for, up to; ἕζεσθαι ἐπ' ἐρετμά, ‘take seats at the oars,’ Od. 12.171 ; ἐπὶ ἔργα τρέπεσθαι, ‘to work,’ Il. 3.422 ; ὄρνυσθαι ἐπί τινα, ‘against,’ Il. 5.590 ; ἐπ' ἐννέα κεῖτο πέλεθρα, ‘extending over,’ Od. 11.577 ; πάντας ἐπ' ἀνθρώπους ἐκέκαστο, ‘the world over,’ Il. 24.535; so ἐπὶ γαῖαν, ἐπὶ πόντον; purpose, ἀναστῆναι ἐπὶ δόρπον, Il. 12.439; time, παννύχιον εὑδεῖν καὶ ἐπ' ἠῶ καὶ μέσον ἦμαρ, Od. 7.288; so ἐπὶ χρόνον, ‘for a time;’ ἐπὶ δϝηρόν, ‘for long.’

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπί — being upon indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπι — ἐπί being upon indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • επί — απαρχαιωμένη πρόθ. που λέγεται σε μερικές εκφράσεις. 1. με γεν. σημαίνει, α. τοπική σχέση: Επιτόπου. β. σχέση γειτνίασης: Χωριά επί της εθνικής οδού. γ. επιστασία, αρχηγία, επίβλεψη: Κυρία επί των τιμών. δ. χρονική περίοδο, εποχή όπου συνέβη ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. — ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. См. Беда беду родит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • επι(σε)σημασμένος — η, ο (Α ἐπισεσημασμένος, η, ον) (μτχ. παθ. παρακμ. τού επισημαίνω*) 1. αυτός που κάποιος έχει επισημάνει 2. (για γραμματόσημο) αυτό που φέρει επισήμανση …   Dictionary of Greek

  • Κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. — κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. См. С живого и мертвого …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. — ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. См. Неумытые руки …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. — τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. См. Что у трезвого на уме, то у пьяного на языке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ροστόφ επί του Δον — (Ροστόφ να Ντόνου ρωσικά). Πόλη της Ρωσίας στο νοτιοδυτικό τμήμα της Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Ροστώφ (100.800 τ. χλμ.). Σπουδαίος σιδηροδρομικός κόμβος, είναι ποτάμιο λιμάνι στη δεξιά όχθη του Δον, λίγο πιο πάνω από τις. εκβολές του… …   Dictionary of Greek

  • Φρανκφούρτη επί του Μάιν — (Frankfurt am Main). Πόλη (648.000 κάτ. το 2003) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ομόσπονδο κρατίδιο του Έσεν. Βρίσκεται πάνω στις δύο όχθες του Μάιν, σε απόσταση 35 χλμ. από τη συμβολή του με τον Ρήνο, σε ένα σημείο, όπου ο Μάιν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”